αυγουστιάτικος

αυγουστιάτικος
η , ο августовский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυγουστιάτικος" в других словарях:

  • αυγουστιάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον μήνα Αύγουστο 2. το ουδ. ως ουσ. το αυγουστιάτικο ποικιλία σταφυλιού με μαύρες στρογγυλές ρώγες που ωριμάζει τον Αύγουστο …   Dictionary of Greek

  • αυγουστιάτικος — η, ο του μήνα Αύγουστου: Αυγουστιάτικα σύκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»